κακόβολος

κακόβολος
η , ο
1) неудобный; нескладный;

κακόβολο σπίτι — неудобная квартира;

2) несговорчивый, упрямый; трудный (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κακόβολος" в других словарях:

  • κακόβολος — η, ο 1. άβολος, δύσχρηστος («κακόβολο σπίτι») 2. (για πρόσ.) δύστροπος, κακότροπος, κακόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βολος (< βολή [II]), πρβλ. ευθύ βολος, ορθό βολος] …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοβολία — η [κακόβολος] δυστροπία, ιδιοτροπία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»